- αναπετάμενος
- -η, -ο [αναπετώ]1. αυτός που πετάει ψηλά2. (για νεοσσούς) αυτός που αρχίζει να πετά, να φτερουγίζει3. (για νερά) αυτός που ξεπετιέται από το έδαφος, που αναβλύζει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναπετώ — ( άω) (Α ἀναπετῶμαι και ἀναπέτομαι), (Μ ἀναπετῶ) πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας νεοελλ. 1. φεύγω ή χάνομαι γρήγορα, βιαστικά, εξαφανίζομαι 2. εξαντλούμαι γρήγορα, τελειώνω 3. πεθαίνω 4. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις 5. παρουσιάζομαι … Dictionary of Greek